παρουσιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρουσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρουσιάζω
Μετοχή[επεξεργασία]
παρουσιασμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρουσιάζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρουσιασμένος
|