παρουσιολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρουσιολόγιο τα παρουσιολόγια
      γενική του παρουσιολόγιου
παρουσιολογίου
των παρουσιολόγιων
παρουσιολογίων
    αιτιατική το παρουσιολόγιο τα παρουσιολόγια
     κλητική παρουσιολόγιο παρουσιολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρουσιολόγιο < παρουσ(ια) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρουσιολόγιο ουδέτερο

  • έντυπο ή πίνακας με τα ονόματα όσων θα έπρεπε να παρευρίσκονται, στο οποίο υπογράφουν όσοι έρχονται ή σημειώνεται με άλλο τρόπο η παρουσία τους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]