παρτάλι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρτάλι τα παρτάλια
      γενική του παρταλιού των παρταλιών
    αιτιατική το παρτάλι τα παρτάλια
     κλητική παρτάλι παρτάλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρτάλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική partal < περσική پرتل (partal, «αποσκευές») < χίντι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρτάλι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]