παρτουζιάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρτουζιάρης < παρτούζα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρτουζιάρης αρσενικό (θηλυκό παρτουζιάρα)
- αυτός που συμμετέχει σε παρτούζα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρτουζιάρης