παρτσάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παρτσάς | οι | παρτσάδες |
γενική | του | παρτσά | των | παρτσάδων |
αιτιατική | τον | παρτσά | τους | παρτσάδες |
κλητική | παρτσά | παρτσάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρτσάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική parça + -ς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paɾˈt͡sas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παρ‐τσάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παρτσάς αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παρτσάς
→ δείτε τη λέξη κομμάτι |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)