παρωνυμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρωνυμία οι παρωνυμίες
      γενική της παρωνυμίας των παρωνυμιών
    αιτιατική την παρωνυμία τις παρωνυμίες
     κλητική παρωνυμία παρωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρωνυμία < παρώνυμ(ος) + -ία < παρ- + κατά τα θηλυκά -ωνυμία όπως συνωνυμία.
Δείτε και την ελληνιστική κοινή παρωνυμία (με παρωνύμιο, με παρατσούκλι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾo.niˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρω‐νύ‐μί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρωνυμία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρωνυμί αἱ παρωνυμίαι
      γενική τῆς παρωνυμίᾱς τῶν παρωνυμιῶν
      δοτική τῇ παρωνυμί ταῖς παρωνυμίαις
    αιτιατική τὴν παρωνυμίᾱν τὰς παρωνυμίᾱς
     κλητική ! παρωνυμί παρωνυμίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρωνυμί
γεν-δοτ τοῖν  παρωνυμίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρωνυμία < παρώνυμ(ος) + -ία, παρ- + -ωνυμία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρωνῠμία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. με παρατσούκλι, με παρωνύμιο
  2. με διαφορετικό όνομα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]