παρόνομα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρόνομα < παρα- + όνομα ((μεταφραστικό δάνειο) λατινική cognomen)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρόνομα ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παρόνομα
→ δείτε τις λέξεις επώνυμο και παρατσούκλι |