παρόξυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρόξυνση οι παροξύνσεις
      γενική της παρόξυνσης* των παροξύνσεων
    αιτιατική την παρόξυνση τις παροξύνσεις
     κλητική παρόξυνση παροξύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παροξύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρόξυνση < παροξύνω + -ση[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρόξυνση θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]