παρόραμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρόραμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρόραμα ουδέτερο
- λάθος σε τυπωμένο κείμενο που προέρχεται από απροσεξία ή από αβλεψία