παρών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πάρων

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρών
παρόντας
η παρούσα το παρόν
      γενική του παρόντος
παρόντα
της παρούσας
παρούσης*
του παρόντος
    αιτιατική τον παρόντα την παρούσα το παρόν
     κλητική παρών
παρόντα
παρούσα παρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρόντες οι παρούσες τα παρόντα
      γενική των παρόντων των παρουσών των παρόντων
    αιτιατική τους παρόντες τις παρούσες τα παρόντα
     κλητική παρόντες παρούσες παρόντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ών, -οῦσα, -όν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'παρών', Κατηγορία όπως «παρών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του ρήματος πάρειμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈɾon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρών
ομόηχο: παρόν

Μετοχή[επεξεργασία]

παρών, -ούσα, -όν

  1. που παρευρίσκεται σε κάποιο σημείο ή σε κάποια συνάθροιση
  2. που συμβαίνει στο παρόν
  3. για τον οποίο συζητούμε τώρα
  4. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη παρόν

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρών αρσενικό (θηλυκό παρούσα)
  1. που είναι παρών
    οι παρόντες εξαιρούνται...
  2. (απάντηση σε προσκλητήριο)
    Παπαδόπουλος;Παρών, κύριε ταγματάρχα!

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρών < μετοχή ενεστώτα του ρήματος πάρειμι

Πηγές[επεξεργασία]