παρώνυμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρώνυμος < γαλλική paronyme < αρχαία ελληνική παρώνυμος (αντιδάνειο) < παρά + ὄνομα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈɾo.ni.mos/
Επίθετο[επεξεργασία]
παρώνυμος, -η, -ο
- (γραμματική) που έχει παρόμοια προφορά αλλά διαφορετική σημασία
- (ουσιαστικοποιημένο) παρώνυμο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παρώνυμος -η -ο
- που σχηματίστηκε από άλλη λέξη (από άλλο όνομα), με μικρές αλλαγές