πασάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πασάς | οι | πασάδες |
γενική | του | πασά | των | πασάδων |
αιτιατική | τον | πασά | τους | πασάδες |
κλητική | πασά | πασάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πασάς[1] / πασᾶς / < οθωμανική τουρκική پاشا (pāšā) (τουρκική paşa) < περσική پادشاه (pādšāh, βασιλιάς) [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈsas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐σάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασάς αρσενικό
- οθωμανικός τίτλος αξιωματούχου
- (μεταφορικά) αυτός που ζει μέσα στις ανέσεις
- ↪ Τον έχει η μάνα του πασά στα Γιάννενα.
- (προσφώνηση) σε αγαπημένο μας
- ↪ πασά μου!
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- πασσάς (παρωχημένο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- πασάδαινα
- πασάκας
- πασαλής
- πασαλίδικα (επίρρημα)
- πασαλίδικος
- πασαλίκι
- Πασάς (επώνυμο, τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ πασάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μπασάς - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασάς < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική پاشا (pāšā) (τουρκική paşa) < περσική پادشاه (pādšāh, βασιλιάς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασάς / πασᾶς αρσενικό
- οθωμανικός τίτλος αξιωματούχου, πασάς
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- πασίας / πάσιας / πασσιᾶς / πασιᾶς
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- πασίας - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.228, Τόμος 15 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)