πασίχαρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασίχαρος < πασί- (< αρχαία ελληνική πᾶς) + χαρ- (< χαίρομαι) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
πασίχαρος
- πάρα πολύ χαρούμενος, καταχαρούμενος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασίχαρος
|