πασαπόρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασαπόρτι τα πασαπόρτια
      γενική του πασαπορτιού των πασαπορτιών
    αιτιατική το πασαπόρτι τα πασαπόρτια
     κλητική πασαπόρτι πασαπόρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασαπόρτι < (άμεσο δάνειο) ιταλική passaporto < passare, (περνώ) + porto, (λιμένας)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασαπόρτι ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • δίνω πασαπόρτι (σε κάποιον): διώχνω (κάποιον)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]