πασαρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασαρέλα < (άμεσο δάνειο) βενετική passarella
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασαρέλα θηλυκό
- η υψωμένη επιφάνεια πάνω στην οποία τα μοντέλα περπατούν μπροστά από το κοινό σε επίδειξη μόδας
- ο χώρος στον οποίο περνάνε πολλές κι όμορφες κοπέλες σε κοινή θεά τρίτων
- η παραλία έγινε σωστή πασαρέλα το Σαββατοκύριακο
- το να περπατάει κάποιος/α μπροστά στο κοινό σε επίδειξη μόδας
- εκεί που έκανε πασαρέλα, πάτησε το φόρεμά της και παραλίγο να το σκίσει