πασιφανώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασιφανώς < πασιφανής + -ώς

Επίρρημα[επεξεργασία]

πασιφανώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]