πασμαντερί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασμαντερί < γαλλική passementerie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πασμαντερί θηλυκό άκλιτο
- διακοσμητική ταινία (π.χ. πλεκτή) που στολίζει το περιθώριο υφάσματος, ενδύματος, κουρτίνας κλπ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πασμαντερί