πασουμάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασουμάκι τα πασουμάκια
      γενική
    αιτιατική το πασουμάκι τα πασουμάκια
     κλητική πασουμάκι πασουμάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασουμάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική paşmak / başmak + με ανάπτυξη φωνέντος [u] [1] < σημασία στα παλαιά τουρκικά: μοσχάρι ενός έτους (για το δέρμα του, υλικό για μαλακά υποδήματα)[2] Θεωρήθηκε υποκοριστικό λόγω της κατάληξης > → δείτε τη λέξη πασούμι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.suˈma.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σου‐μά‐κι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πασουμάκι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πασουμάκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)