πασπαρτού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πασπαρτού< γαλλική passe-partout < passe + partout (περνάει από παντού)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pas.paɾˈtu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐σπαρ‐τού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πασπαρτού ουδέτερο άκλιτο

  1. γενικό αντικλείδι που ανοίγει όλες τις κλειδαριές
    ⮡  ο γάμος της με τον πρίγκιπα έγινε το πασπαρτού για να ανοίξουν όλες οι πόρτες της υψηλής κοινωνίας
  2. (μεταφορικά) κάτι που ταιριάζει ή είναι χρήσιμο σε κάθε περίσταση ή περίπτωση
    ⮡  το τζιν είναι το πασπαρτού της γκαρνταρόμπας
  3. λεπτό χαρτόνι ή ξύλο όπου επικολλώνται φωτογραφίες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]