πασπατεύγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πασπατεύγω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
πασπατεύγω
- ψάχνω να βρω κάτι
πασπατεύω : από το αρχαίο ελληνικό πας άπτω =αγγίζω παντού ,πιθανόν όμως να είναι και από το πας οπτεύω = βλέπω παντού , προφανώς επειδή ψάχνω κάτι , πολλές φορές έχει και την έννοια του θωπεύω.