πασσαλείφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πασσαλείφω < (ελληνιστική κοινήπισσαλοιφέω / πισσαλοιφῶ < αρχαία ελληνική πίσσα + ἀλείφω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.saˈli.fo/

Ρήμα[επεξεργασία]

πασσαλείφω (παθητική φωνή: πασαλείφομαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]