παστίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική pastiche < ιταλική pasticcio < αρχαία ελληνική παστός: αντιδάνειο. Αναδανεισμός του παστίτσιο (δείτε την ετυμολογία του)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστίς ουδέτερο άκλιτο
- (γαλλισμός), → δείτε και τη λέξη παστίτσιο κατά τον ιταλικό όρο: συγκόλληση:
- (μουσική) όπερα (ή άλλο μουσικό είδος) που γράφεται από δύο ή περισσότερους συνθέτες (ή με συρραφή παλαιότερων έργων του ίδιου συνθέτη), συνήθως με χιουμοριστικό ή ειρωνικό τρόπο
- (λογοτεχνικό, τέχνη) έργο που προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος ενός καλλιτέχνη, με σκοπό τη σάτιρα ή την παρωδία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- παστίτσιο (από τον ιταλικό όρο, κυρίως για όπερες)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη παστός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Αναδανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαλλισμοί (νέα ελληνικά)
- Μουσική (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)