παστερίωσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παστερίωσης θηλυκό
- γενική ενικού του παστερίωση
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- παστεριώσεως (λόγιο)
παστερίωσης θηλυκό