παστούρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστούρωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστούρωμα ουδέτερο
- δέσιμο δυο ποδιών (ένα μπροστινό και ένα πίσω) ή ενός ποδιού και του κεφαλιού ενός ζώου με σκοινί ή αλυσίδα, ώστε να μην μπορεί να απομακρυνθεί παρά μόνο με πολύ μικρό ρυθμό, πρακτική βασανιστική για τα ζώα
Αναφέρεται και ως μπαστούρωμα, περδούκλωμα ή περδούκλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παστούρωμα
|