παστό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστό ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό
- (γλώσσα) ιρανική γλώσσα που μιλιέται στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- κωδικός γλώσσας: ps
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- παστό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παστό
- παστός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του παστός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού