παστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστός < αρχαία ελληνική παστός
Επίθετο[επεξεργασία]
παστός, -ή, -ό
- (γαστρονομία) που τον έχουν παστώσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παστός < πάσσω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παστός αρσενικό και παστάς
- η παστάδα
[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παστός