πατάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πατατάκι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατάκι τα πατάκια
      γενική
    αιτιατική το πατάκι τα πατάκια
     κλητική πατάκι πατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατάκι < πάτος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Διάφορα πατάκια.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /paˈta.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατάκι ουδέτερο

  1. το χαλάκι
    άλλες μορφές: ταπάκι
  2. (ειδικότερα) το χαλάκι σε εισόδους οικημάτων, στο οποίο σκουπίζουμε τις σόλες των υποδημάτων μας πριν μπούμε
    άλλες μορφές: ταπάκι
  3. το πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
     συνώνυμα: μεσόπατος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]