πατάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πατάκι | τα | πατάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πατάκι | τα | πατάκια |
κλητική | πατάκι | πατάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατάκι < πάτος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατάκι ουδέτερο
- χαλάκι
- Άλλες μορφές: ταπάκι
- (ειδικότερα) χαλάκι σε εισόδους οικημάτων, στο οποίο σκουπίζουμε τις σόλες των υποδημάτων μας πριν μπούμε
- Άλλες μορφές: ταπάκι
- πλαστικό ή δερμάτινο κομματάκι που τοποθετείται πάνω από τον πάτο ενός υποδήματος (και συνήθως στο πίσω μέρος)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πάτος