πατατοπουρές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατατοπουρές αρσενικό, πληθυντικός πατατοπουρέδες
- πουρές που γίνεται από πατάτες.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατατοπουρές
|