πατατούκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατατούκα οι πατατούκες
      γενική της πατατούκας
    αιτιατική την πατατούκα τις πατατούκες
     κλητική πατατούκα πατατούκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατατούκα < (άμεσο δάνειο) βενετική patatuco

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατατούκα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) μάλλινο ρούχο που είναι χοντρό όπως το παλτό και κοντό όπως το σακάκι
  2. (κατ’ επέκταση, οικείο) πολύ χοντρό πανωφόρι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]