πατερίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πατερίτσα < μεσαιωνική ελληνική πατερική (ράβδος, βακτηρία) < πατερικός < αρχαία ελληνική πατήρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατερίτσα θηλυκό
- η ποιμαντορική ράβδος, διακριτικό του αξιώματος του επισκόπου
- το δεκανίκι
- (ψάρι, ιδιωματικό) η ζύγαινα, σφυροκέφαλος καρχαρίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ζύγαινα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψάρια (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)