Μετάβαση στο περιεχόμενο

πατερούλης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατερούλης οι πατερούληδες
      γενική του πατερούλη των πατερούληδων
    αιτιατική τον πατερούλη τους πατερούληδες
     κλητική πατερούλη πατερούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πατερούλης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πατερούλης αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πατέρας