πατητή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.tiˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τη‐τή
ομόηχο: πατητοί

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

πατητή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πατητός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατητή θηλυκό

  1. (ραπτική) τρόπος ραψίματος, είδος ραφής
  2. (οικοδομική) πατικωμένη τελευταία στρώση τσιμεντοκονίας που πατιέται με μυστρί [1]
  3. (προφορικό, στο κολύμπι) πατίκωμα του κεφαλιού και σπρώξιμο όλου του σώματος μέσα στο νερό [2]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

πατητή: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πατητή

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πατητή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πατητή