πατομπούκαλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πατομπούκαλα
      γενική των πατομπούκαλων
    αιτιατική τα πατομπούκαλα
     κλητική πατομπούκαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατομπούκαλα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατομπούκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]