πατομπούκαλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πατομπούκαλα | ||
γενική | των | πατομπούκαλων | ||
αιτιατική | τα | πατομπούκαλα | ||
κλητική | πατομπούκαλα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατομπούκαλα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατομπούκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χοντρά γυαλιά οράσεως ή ηλίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατομπούκαλα
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)