πατριάρχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατριάρχης < αρχαία ελληνική < πατήρ + -άρχης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.tɾiˈaɾ.çis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατριάρχης αρσενικό
- μεγάλος σε ηλικία, ηγέτης μιας κοινότητας
- εκκλησιαστικό αξίωμα