πατρικία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρικία οι πατρικίες
      γενική της πατρικίας των πατρικιών
    αιτιατική την πατρικία τις πατρικίες
     κλητική πατρικία πατρικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατρικία < όψιμη ελληνιστική κοινή πατρικία, θηλυκό του πατρίκιος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.tɾiˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τρι‐κί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατρικία θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε πατρίκιος

Αναφορές[επεξεργασία]