πατριμόνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατριμόνιο < μεσαιωνική ελληνική πατριμόνιον[1] < λατινική patrimonium < pater + -monium
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πατριμόνιο ουδέτερο
- (παρωχημένο, νομικός όρος) πατρική περιουσία (κυρίως κτηματική
- ※ Παραχώρηση πατρικής περιουσίας (πατριμόνιο). Επειδή ο Λουκάς, ανιψιός του ιερέα Λουκά Συρίγου, θέλει να χειροτονηθεί ιερέας και δεν έχει κανένα περιουσιακό στοιχείο (πατριμόνιο), προσφέρεται ο θείος του. (Μαρτυρίες από τη Σαντορίνη, 1573-1819: έκθεση ιστορικών εγγραφών, Πνευματικό Κέντρο Μέγαρο Γύζη-Σαντορίνη, σελ. 38)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατριμόνιο
- ↑ πατριμόνιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)