πατριωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πατριωτικά < πατριωτικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
πατριωτικά
- από πατριωτικής απόψεως, με πατριωτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατριωτικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
πατριωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πατριωτικός