πατρονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πατρωνία, πατρωνεία, πατρωνυμία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πατρονία οι πατρονίες
      γενική της πατρονίας των πατρονιών
    αιτιατική την πατρονία τις πατρονίες
     κλητική πατρονία πατρονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατρονία < πάτρον(ας) + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική patronage)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατρονία θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]