πατρονίστ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πατρονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα, ενδυμασία) που σχεδιάζει πατρόν
- άλλες μορφές: αρσενικό: πατρονίστας, θηλυκό: πατρονίστα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη πατρόν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πατρονίστ
|
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πατρονίστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας