πατρονίστ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατρονίστ < πατρόν (< γαλλική patron) + -ίστ (γαλλική -iste < λατινική -ista ή αρχαία ελληνική -ιστής), κατά τις λέξεις γαλλικής προέλευσης όπως σολίστ [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατρονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]