πατσαβούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατσαβούρι τα πατσαβούρια
      γενική του πατσαβουριού των πατσαβουριών
    αιτιατική το πατσαβούρι τα πατσαβούρια
     κλητική πατσαβούρι πατσαβούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατσαβούρι < θηλυκό πατσαβούρ(α) + κατάληξη ουδετέρου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πατσαβούρι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]