πατσόκοιλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

πατσόκοιλος (el), αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • παχύς σε βαθμό που η σάρκα του κρεμάει-κρέμεται