πατώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πατώνω
- τα πόδια μου φτάνουν στον πάτο, στο βυθό της θάλασσας, είναι αρκετά ρηχά ώστε να πατάω
- φτάνω στο έσχατο σημείο ξεπεσμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πατώνω