παυσίπονο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παυσίπονο ουδέτερο
- (φαρμακευτική): φάρμακο που σταματάει ή μειώνει τον πόνο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] παυσίπονο