παυσίπονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παυσίπονος η παυσίπονη το παυσίπονο
      γενική του παυσίπονου της παυσίπονης του παυσίπονου
    αιτιατική τον παυσίπονο την παυσίπονη το παυσίπονο
     κλητική παυσίπονε παυσίπονη παυσίπονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παυσίπονοι οι παυσίπονες τα παυσίπονα
      γενική των παυσίπονων των παυσίπονων των παυσίπονων
    αιτιατική τους παυσίπονους τις παυσίπονες τα παυσίπονα
     κλητική παυσίπονοι παυσίπονες παυσίπονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παυσίπονος < αρχαία ελληνική παυσίπονος < παύω + πόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

παυσίπονος, -η, -ο, (καθαρεύουσα) -ος, -ον

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]