παχυμέτρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παχυμέτρηση | οι | παχυμετρήσεις |
γενική | της | παχυμέτρησης* | των | παχυμετρήσεων |
αιτιατική | την | παχυμέτρηση | τις | παχυμετρήσεις |
κλητική | παχυμέτρηση | παχυμετρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παχυμετρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παχυμέτρηση < παχυ- + μέτρηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachymetry)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παχυμέτρηση θηλυκό
- η μέτρηση του πάχους ενός αντικειμένου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παχυμέτρηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα παχυ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)