παχυταινία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]παχυταινία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική pachytene < παχυ- + ταινία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.çi.teˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐χυ‐ται‐νί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παχυταινία θηλυκό
- (βιολογία, γενετική) το τρίτο στάδιο της μειωτικής προφάσης (που έπεται της ζυγοταινίας) κατά το οποίο τα συζευγμένα χρωμοσώματα κονταίνουν και παχαίνουν, οι δύο χρωματίδες των οποίων διαχωρίζονται, και μπορεί να προκύψει ανταλλαγή τμημάτων (μεταξύ των δύο χρωματίδων)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Γενετική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)