Μετάβαση στο περιεχόμενο

παχύ

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παχύ < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παχύς

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παχύ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παχύ ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παχύ

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του παχύς
    άλλες μορφές: παχιού, παχέος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

παχύ