παχύρρευστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παχύρρευστος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ιξώδης
- πυκνόρρευστος
- δύσρευστος (αρχαία ελληνική)