πείνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πεῖνα, πῖνα, πίνα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πείνα οι πείνες
      γενική της πείνας
    αιτιατική την πείνα τις πείνες
     κλητική πείνα πείνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πείνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πεῖνα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεί‐να
ομόηχο: πίνα

Ουσιαστικό

πείνα θηλυκό

  1. η ανάγκη ή επιθυμία για φαγητό
  2. (συνεκδοχικά) ισχυρή επιθυμία για κάτι που είναι σε έλλειψη
  3. η συνεχής έλλειψη τροφίμων και τα προβλήματα που προκαλούνται
     συνώνυμα: λιμός, ασιτία

Εκφράσεις

στον πληθυντικό:

Παροιμίες

Συγγενικές λέξεις

Μεταφράσεις

Πηγές