πεδικλώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεδικλώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος πεδικλώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

πεδικλώνομαι (ενεργητική φωνή: πεδικλώνω)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]